- μαγειρεύει
- μαγειρεύωto be a cookpres ind mp 2nd sgμαγειρεύωto be a cookpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπομάγειρος — ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α) αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός) … Dictionary of Greek
εψητής — ἑψητής, ὁ (Α) [ἕψω] 1. αυτός που βράζει κάτι, που μαγειρεύει, ο ψήστης 2. αυτός που λειώνει με μεταλλεύματα … Dictionary of Greek
καρυκεία — καρυκεία, ἡ (AM) [καρυκεύω] 1. το να μαγειρεύει κάποιος με καρυκεύματα, η καρύκευση 2. πλούτος, αφθονία αρχ. 1. παρασκεύασμα 2. ταραχή … Dictionary of Greek
λογομάγειρος — λογομάγειρος, ὁ (Α) αυτός που μαγειρεύει, που επινοεί λόγους … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
πατσατζής — ο 1. αυτός που καθαρίζει και πουλάει ωμούς πατσάδες 2. αυτός που μαγειρεύει πατσά και τόν πουλάει σε ειδικό μαγειρείο, στο πατσατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pacaci] … Dictionary of Greek
πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο … Dictionary of Greek
χυτρεψός — ὁ, Α άτομο που μαγειρεύει σε χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. φακ εψός] … Dictionary of Greek
γλυκανάλατος — η, ο 1. (για τα φαγητά), ανάλατος, άνοστος: Πάντα μαγειρεύει γλυκανάλατα φαγητά. 2. μτφ., άχαρος: Είδαμε μια γλυκανάλατη ταινία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάγε(ι)ρας — ο και μάγειρος, ο θηλ. μαγείρισσα αυτός που φτιάχνει φαγητά, που μαγειρεύει: Αυτός είναι ο μάγειρας του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)